- διανοουμενίστικος
- -η, -οαυτός που παριστάνει το διανοούμενο χωρίς να είναι: Διανοουμενίστικη συμπεριφορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουλτουριάρικος — η, ο [κουλτουριάρης] ειρων. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κουλτούρα ή στον κουλτουριάρη, διανοουμενίστικος. επίρρ... κουλτουριάρικα με κουλτουριάρικο τρόπο … Dictionary of Greek